Σκεφτήκατε ότι…
>> Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Έχουμε αναφερθεί και σε άλλες σχετικές περιπτώσεις, ότι κάθε λέξη έχει μια ιδιαίτερη θέση στον λόγο και ίσως δεν μπορεί να αντικατασταθεί εάν δεν αλλοιωθεί το νόημα όχι μόνο της λέξης, αλλά και του κειμένου.
Για να αποδίδεται σωστά το νόημα αυτό, είναι απαραίτητο να «κείται καλώς το όνομα».
Διαβάζουμε* στον «Κρατύλο»: «έστι δε που και το όνομα μίμημα, ώσπερ το ζωγράφημα» (Πλ. Κρατύλος 430). Και συνεχίζει λέγοντας ότι τα ονόματα∙ τα προσήκοντα δει αυτό γράμματα έχειν» (Κρατύλος 433) δηλ. για να είναι σωστό το όνομα πρέπει να έχει τα κατάλληλα γράμματα. Έτσι, όχι μόνο κάθε λέξη πρέπει να έχει ιδιαίτερη θέση στον λόγο, αλλά και κάθε γράμμα μέσα στην ίδια λέξη! Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως άλλο ο «ασθενής» και διαφορετικό ο «άρρωστος». Άλλο ο «πλήρης» και διαφορετικό ο «γεμάτος». Όπως διαφορετικό ο «βράχος» από τον «λίθο» ή η «κροκάλα» από το «λαλάρι» (χιώτ. λιλάδι)**, ο «αμαθής» από τον «βλάκα», το «γράμμα» από την «επιστολή»! κλπ. κλπ.
Είναι γνωστό πως από τα 17 σύμφωνα, τα ουρανικά (κ, γ, χ) ανήκουν στα «σκληρά» γράμματα όπως και το σύμπλεγμα που δημιουργούν τα γράμματα αυτά, και εν προκειμένω το Κ με το συριστικό Σίγμα, το οποίο ο Πλάτων το χαρακτηρίζει πνευματώδες και ότι «το σείεσθαι και όλως σεισμόν…και το φυσώδες μιμείται». Διαπιστώνουμε λοιπόν πως όσες λέξεις αρχίζουν από το σύμπλεγμα ΣΚ εκφράζουν κάτι το δυσάρεστο.
Το «συριστικό» ή εξακολουθητικό Σ το «σταματά απότομα» το «στιγμιαίο» Κ. Έτσι δημιουργούνται άσχημες- «σκοτεινές» λέξεις, όπως Σκοτάδι, ΣΚιά, ΣΚαιός (βάναυσος- σκληρός), απότομος, σκιάζω – μαι δηλ. φοβίζω, τρομάζω, σκιώδης*** (ο άτονος- ανύπαρκτος), σκύλαξ (μικρό σκυλάκι), σκουλήκι, σκώρ (κόπρος), σκορπιός, σκόλοψ (παλούκι), σκέπη δηλ. έλλειψη ηλίου, σκολιός (στραβός), σκάρτος, σκληρός, σκοπός, σκλαβιά, σκάνδαλο (πρόκληση), σκεπτικός, σκύβαλο (σκουπίδι), σκοτώνω, σκύλλω (= σπαράττω), σκυλεύω (απογυμνώνω ληστεύω νεκρό), σκωρία (σκουριά), σκιάχτρο, κπα.
Επιπροσθέτως να πούμε, πως τα παραπάνω γράμματα όταν συμπλέκονται με το υγρό ρ δημιουργούνται «σκληρές λέξεις» (ηχητικά) όπως κράτος, κράμα, κρίμα, κρούσμα, κράση, κράζω…
Ακόμα: γράφω, γράμμα, γραφτό, γρανίτης, γραφικός, γρήγορος, γρίφος…
Τέλος, σε σύνθεση με το γράμμα χ έχουμε παρόμοιες λέξεις, όπως, χρόνος, χρήμα, χρήστης, Χρήστος, χριστιανός, χρώμα, χρήσιμος κπα.
Επιπροσθέτως πρέπει να επισημάνουμε, πως και το «χειλικό» γράμμα β (βήτα) ανήκει στην κατηγορία των «σκληρών» και «δυνατών» γραμμάτων και σύμφωνα με το Ετυμολογικόν το Μέγα (Ε.Μ) «Βήτα το στοιχείον, ότι δευτέραν έχον τάξιν, επιβέβηκεν των λοιπών». Έτσι έχουμε βητός = βατός, διαβατός (πρβλ. το διαβατό∙ στενό δρομάκι της εξοχής). Λογικά δια του βήτα εκφράζεται γενικώς η βοή, αλλά και ο ισχυρότερος των ανέμων ο βοριάς. (πρβλ. βόμβος, βούς, βόγγος [βογγητό], βήξ, βάξις [φωνή], βάζω = ομιλώ πρβλ. τη φρ. το ’βαλε στο τραπέζι δηλ. το έθεσε προς συζήτηση. βαβάκτης = φλύαρος, φωνακλάς (βλ. λ. βαβακατρεύ σχετ. αρχ. ρ. βαβάζω κοινώς λέγω ότι μου κατέβει και φωνάζω πρβλ. βαβούρα, βροντή, βρυχηθμός∙ μούγκρισμα λιονταριού, βρόμος = ήχος πρβλ. το εκκλ. πυρ βρόμιον,(άλλο το βρωμώ∙ έχω δυσάρεστη οσμή. βλ. & λξκ. Ησυχίου λ. βρώμος σημαίνει τόπος εις ον οι έλαφοι ουρούσι και αφοδεύουσι και οσμή) πρβλ. τη λ. βρώμος = αχρείος, αλλά και βρωμιά.
Όσο για τη λ. βρώση = τροφή πρβλ. ο θεός ευλόγησε την βρώσιν και την πόσιν. Επίσης, η λ. βρυγμός∙ ήχος από δόντια που τρίζουν πρβλ. βρυγμός των οδόντων, βρυχηθμός∙ δυνατή φωνή, μούγκρισμα, βρόχος∙ αγχόνη, θηλιά, κόμπος. Βρόγχος (αρχ. βρούξ) δηλ. τράχηλος πρβλ. τους ιατρικούς όρους, βροχικά (τα), βρογχοκήλη, βρογχοπνευμονία, βρογχοσκόπηση κ.α.
Τέλος, η γλώσσα ως το κυρίαρχο και μοναδικό εξεύρημα του ανθρωπίνου πνεύματος είναι η πρωταρχική πηγή του πολιτισμού. Και όπως επισημαίνει η μεγάλη και αείμνηστη Γαλλίδα Ακαδημαϊκός ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΥ «Η ελληνική παρουσία βρίσκεται ακόμα παντού. Στο λεξιλόγιό μας, στην καθημερινή μας ζωή…Είναι απίστευτη η επίδραση πού άσκησαν σε όλες τις εποχές και σε πολλές χώρες, τα ελληνικά έργα…οι ελληνικές λέξεις…» ( από το βιβλίο της “pourquoi la Grece” γιατί η Ελλάδα).
Σημείωση: Και όμως, όταν έφυγε (πέθανε) η μεγάλη αυτή ελληνίστρια και θέλησα να γράψω λίγα λόγια στην εφημερίδα «Ο συνήγορος του πολίτη» ο κύριος διευθυντής απέρριψε ευσχήμως την επιθυμία μου, λέγοντας ότι το θέμα δεν ήταν τοπικό και προφανώς δεν είχε ενδιαφέρον!!! Πιθανότατα όμως δεν γνώριζε…
Πρόσθετες διευκρινιστικές σημειώσεις:
* Ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι το «περί συνθέσεως ονομάτων» του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως ο οποίος ήταν έλληνας ιστορικός, δάσκαλος της ρητορικής και έζησε τον 1ο αι. π.Χ , γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Καρίας (Μ. Ασία). Αναφέρει, πως η σωστή σύνθεση – συναρμογή φωνηέντων και συμφώνων στη δόμηση της λέξης, δίδει σωστή σύνθεση και αρμονία όχι μόνο στη λέξη αλλά ευρύτερα στον λόγο.
Επίσης για τη μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας, ο Αριστοτέλης στο έργο του «ρητορική» λέει πως η λέξη πρέπει να έχει μέγεθος, αρμονία και ρυθμό. «…τρία γαρ έστι περί α σκοπούσιν∙ ταύτα δ’ εστί μέγεθος, αρμονία, ρυθμός».
Πράγματι η ελληνική έχει άμεση σχέση με το ρυθμό και τη μουσική και γι’ αυτό οι αρχαίοι έλληνες την ονόμαζαν αυδή, γιατί αυτή έχει τη ρίζα της στο ρήμα αείδω –ω, αοιδός που σημαίνει τραγουδιστής (πρβλ. Όμηρος χῖος αοιδός) άσμα, ωδή, ωδείο, αηδόνι. (η λέξη απαύδησα στην κυριολεξία σημαίνει έμεινα άφωνος).
** Το λαλάρι και το λιλάδι έχουν την ίδια ρίζα που προέρχεται από το αρχ. λάας = πέτρα, λίθος. Και τα δύο σημαίνουν βότσαλο λιασμένο με το «πήγαινε έλα» του
νερού της θάλασσας και όχι μόνο… Αντίθετα η λέξη κροκάλη(α) αν και σημαίνει και αυτή «βότσαλο», εν τούτοις ηχητικά σε…απωθεί, όπως όλες οι λέξεις που έχουν το σύμπλεγμα κρ. Όπως αντίθετα, δεν προκαλεί ακουστικά το γραμματικό σύμπλεγμα σπ (πρβλ. σπίτι, σπλήνα, σπλάχνο, σπουδή, σπόρος…).
*** Ένα από τα συνηθισμένα λάθη είναι η λάθος ερμηνεία – μπέρδεμα των λέξεων σκιώδης και σκαιώδης (σκαιός). Το πρώτο ερμηνεύεται ως σχεδόν ανύπαρκτος – πάρα πολύ άτονος, ενώ το δεύτερο αναφέρεται σε σκληρό τρόπο, απότομο, βάναυσο, απαίδευτο πρβλ. «σκαιόν ύφος»
knafpl@hotmail.com
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1896 εμφανίσεις