Λες και υπάρχει μαγκάλι μη αυτοσχέδιο!
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Πολλές φορές μέσα στα κρύα του χειμώνα, ειδικά τον τελευταίο καιρό που κυκλοφορούμε με χοντρά ρούχα μέσα στο σπίτι, αναρωτιέμαι πώς ζεσταινόμουνα τότε που πήγαινα στο γυμνάσιο και έμενα σε ένα καμαράκι χωρίς θέρμανση.
Ενθυμούμενη τη μάνα μου που μου γκρίνιαζε όταν πήγαινα στο χωριό ότι το παλτό μου είχε πιο πολλές λαδιές από ότι οι πετσέτες του φαγητού, δεν χρησιμοποιούσαμε τότε χαρτοπετσέτες, υπέθεσα πως η θέρμανση μου περιοριζόταν εκεί, στο παλιό μου παλτό…
Ώσπου συνέβη η τραγωδία στη Λάρισα με τα τρία παιδιά που έφυγαν μόλις έσκαγε μύτη η Άνοιξη, και δεν πρόλαβε να τα ζεστάνει ο ήλιος τα αγγελούδια μου…
Και τότε θυμήθηκα:
Μαζί με τις άλλες οικοσκευές που με εφοδίασαν οι γονείς μου για να βγάλω το γυμνάσιο μακριά από το πατρικό μου σπίτι, ήταν και μια φουφού μαζί με ένα σακούλι κάρβουνα.
Συμπληρωματικά είχα και μια γκαζιέρα αλλά στη φουφού θα μαγείρευα τα όσπρια που ήθελαν πολύ χρόνο, έλεγε η μάνα μου και μου παράγγελλε πώς να τη χρησιμοποιώ.
Μια χρονιά μέναμε μαζί με τον αδελφό μου, εγώ στα δεκατέσσερα κι εκείνος δυο χρόνια πιο μεγάλος, που του άρεσε πολύ η θάλασσα και όποτε μπορούσε πήγαινε για ψάρεμα. Κάποια φορά έφερε μερικά μεγαλούτσικα ψάρια, κέφαλοι θαρρώ ήτανε, και είπαμε να τα κάνουμε ψητά. Είχαμε δει τη μάνα μας πως έκανε ψητά στο τζάκι και ξέραμε…
Όταν τελειώσαμε με το ψήσιμο, βάλαμε τη φουφού μέσα να ζεστάνει το σπίτι, η καμαρούλα δηλαδή, και φάγαμε σαν βασιλιάδες…
Είχε σουρουπώσει πια όταν αρχίσαμε να ζαλιζόμαστε και να χάνουμε τον κόσμο. Στην αρχή το αποδώσαμε στα ψάρια, ειδικά εγώ που είχα δηλητηριαστεί ξανά από ψάρι που είχε ψαρέψει ο παππούς μου με δυναμίτη. Στο μεταξύ ξερνοβολούσαμε, άλλος στον καμπινέ κι άλλος στο νεροχύτη. Στον καμπινέ, ένας προχειροφτιαγμένος χώρος που έμπαζε από παντού, νιώθαμε καλύτερα, αλλά συνεχίζαμε να πνιγόμαστε. Τότε ο Κωστής, σαν κάτι να άστραψε στη σκέψη του, αρπάζει τη φουφού και την πετάει έξω. Τράβηξε κι εμένα μαζί κι έτσι μείναμε μέσα στο κρύο κάμποση ώρα να συνέλθουμε. Μου εξήγησε μετά ότι θυμήθηκε τη μάνα, που περίμενε πρώτα να «χωνέψουν» τα κάρβουνα στο τζάκι, κι ύστερα τα ‘βαζε στο μαγκάλι να «ζεστοκοπηθεί» (δικό της και αυτό το ρήμα) το υπόλοιπο σπίτι.
Δεν είχαμε σκοπό να το πούμε στους γονείς μας, εκείνο τον καιρό λίγα πράγματα έλεγαν τα παιδιά στους γονείς. Όταν όμως κάποια στιγμή αριβάρισε η κυρά –Μαρία για τον τακτικό… έλεγχο και καθώς δεν τα βρήκε όπως τα ήθελε άρχισε τον εξάψαλμο, της πετάξαμε κατάμουτρα τα καθέκαστα και την τρελάναμε τη μάνα…
Φεύγοντας πήρε μαζί τη φουφού και τα κάρβουνα, κατηγορώντας τον εαυτό της που άφησε στα χέρια μας τέτοιο φονικό όπλο χωρίς να μας ενημερώσει για τις οδηγίες χρήσης και δοξάζοντας το θεό που μερίμνησε: που δε μας βρήκε στον ύπνο το κακό, που το σπίτι έμπαζε από παντού, που ήμασταν προϊδεασμένοι…
Δε θα δοξάσει κανέναν δυστυχώς η μάνα του καθενός από τα αδικοχαμένα παλικάρια. Μόνο να κατηγορήσει και να καταγγείλει μπορεί, αλλά σίγουρα όχι τον εαυτό της. Εκείνη άλλους κινδύνους είχε υπόψη της και για άλλα συμβούλευε το βλαστάρι της όταν το έστελνε να σπουδάσει μακριά της.
Τί μπορεί να ξέρει η μάνα του σημερινού εικοσάρη για τη θέρμανση εκείνου του καιρού στα χαμόσπιτα της ψωροκώσταινας;
Το «αυτοσχέδιο μαγκάλι»!!!
Το ακούω και θέλω να ουρλιάξω. Γιατί ακόμα κι αν δεν ειπώθηκε σκόπιμα για να παραπλανήσει, ειπώθηκε επιπόλαια και θα παραπλανήσει. Αυτούς που δεν ξέρουν τι εστί μαγκάλι και θα νομίζουν ότι τα παιδιά φταίνε που αυτοσχεδίασαν...
Αυτοσχέδιο μαγκάλι!
Λες και υπάρχουν και μαγκάλια που δεν είναι αυτοσχέδια!
Αυτοσχεδιάζοντας θερμαινόμασταν τότε, αυτοσχεδιάζοντας επιβιώναμε..
Κι όσοι ζούσαν, κι όσοι πέθαιναν.
Αυτοσχεδιάζοντας ζούμε και τώρα, μισόν αιώνα μετά.
Κι όσοι ζήσουν, κι όσοι πεθάνουνε…
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 4083 εμφανίσεις
Σχόλια
Πόσο πίσω μας γύρισαν και τα