Για τα 100 χρόνια α̟πό την Α̟πελευθέρωση της Χίου
>>>Του ∆ηµήτρη Μ̟πεκριδάκη, Θεολόγου - Εκπαιδευτικού
Καρδάµυλα 11 Νοεµβρίου 2012
Εντιµότατες Πολιτικές και Στρατιωτικές Αρχές του Τό̟που, Σεβαστοί Πνευµατικοί
Πατέρες, Αγα̟πητές Μαθήτριες και Αγα̟πητοί Μαθητές, Κυρίες και Κύριοι,
Η Χίος εορτάζει εφέτος έναν αιώνα ελευθερίας. Η διπλωµατική
επιδεξιότητα της πολιτικής ηγεσίας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και η στρατιωτική
αρετή των Ελλήνων κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέµων, την απέσπασαν
από τον Οθωµανικό ζυγό και την ενσωµάτωσαν στο αναγεννηµένο, µετά τη
χρεοκοπία του 1893 και την πολεµική ατίµωση του «Μαύρου 1897», Ελληνικό
Κράτος. Τα γεγονότα είναι εν πολλοίς γνωστά, αξίζει όµως να αναφερθούµε σ’
αυτά µε κάθε συντοµία.
Το χρονικό της κατάληψης του νησιού ξεκινά µε την προσόρµιση του
Ελληνικού στόλου, αποτελούµενου από τρία ελαφρά καταδροµικά
(ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ, ΕΣΠΕΡΙΑ, ΑΡΚΑ∆ΙΑ), δύο αντιτορπιλικά (ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ,
ΚΕΡΑΥΝΟΣ) και τρία οπλιταγωγά (ΠΑΤΡΙΣ, ΣΑΠΦΩ, ΕΡΙΕΤΤΑ), έξω από
το λιµάνι της Χίου στις 10 το πρωί της 11ης Νοεµβρίου 1912. Αντιπροσωπία των
αρχηγών του στρατού και του στόλου αποβιβάζεται στην Χίο, που την ηµέρα
αυτή εορτάζει τους πολιούχους της Αγίους Βίκτωρες, και µεταφέρει στην
οθωµανική διοίκηση την αξίωση για άµεση παράδοση του νησιού στις ελληνικές
δυνάµεις. Η απάντηση των εκπροσώπων της πολιτικής, δικαστικής και
θρησκευτικής εξουσίας των τούρκων είναι αρχικά καταφατική, προκειµένου να
αποφευχθεί η αιµατοχυσία και να προστατευθεί ο ντόπιος µουσουλµανικός
πληθυσµός. Όµως ο στρατιωτικός διοικητής του νησιού, αντισυνταγµατάρχης
Ζιχνύ Μπέης –ο οποίος, σηµειωτέον, σύµφωνα µε τους έλληνες αντιπάλους του
υπήρξε «αξιωµατικός αρτιωτάτης µορφώσεως, ικανότητος και µεγάλου ψυχικού σθένους»
–όχι µόνο δεν δέχεται να παραδώσει το νησί, αλλά δηλώνει την απόφασή του να
το υπερασπιστεί µέχρις εσχάτων, προκειµένου να διασώσει την τιµή του
οθωµανικού στρατού και της οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση αυτή
σηµατοδοτεί και την έναρξη των εχθροπραξιών. Στις 3 το µεσηµέρι της ίδιας
ηµέρας ξεκινάει η απόβαση των ελληνικών δυνάµεων στο Κοντάρι. Παρά την
οµοβροντία πυρών που αντιµετωπίζουν, οι επιτιθέµενοι κατορθώνουν να τρέψουν
σε φυγή τον εχθρό, όχι όµως χωρίς απώλειες. Ο εκ Λακωνίας καταγόµενος
στρατιώτης Εµµανουήλ Ποθητός και ο εξ Αθηνών Ιωάννης Χρυσολωράς είναι οι
πρώτοι νεκροί, που θυσιάστηκαν για να λιπάνουν το δέντρο της χιώτικης
λευτεριάς.
Την επόµενη µέρα το ελληνικό στράτευµα εισέρχεται αµαχητί στην ̟όλη
της Χίου εν µέσω ενθουσιωδών εκδηλώσεων χαράς και ευγνωµοσύνης από τους
κατοίκους. Τότε ήταν που ο δραστήριος δήµαρχος Χίου Νικόλαος Κουβελάς
αναφώνησε µε ανακούφιση εκείνο το περίφηµο: «̟ου είστε, µωρέ, ̟ου σας ̟εριµέναµε
̟εντακόσια χρόνια!» –χωρίς προφανώς να συνειδητοποιεί ότι η δήλωσή του
συνιστούσε αυτόχρηµα και οµολογία της παθητικότητας και της απροθυµίας για
εξέγερση την οποία οι συµπατριώτες του είχαν επιδείξει κατά την µακραίωνη
περίοδο της δουλείας. Αφού εγκατέστησε τις δυνάµεις του στους τουρκικούς
στρατώνες και επίταξε το νοσοκοµείο και το διοικητήριο της πόλης, ο διοικητής
του στρατού κατοχής της Χίου, συνταγµατάρχης πεζικού Νικόλαος
∆ελαγραµµάτικας, εξέδωσε µια προκήρυξη προς τους κατοίκους. Μ’ αυτήν
προσκαλούσε «ά̟αντας τους κατοίκους εις υ̟οταγήν, υ̟οσχόµενος αυτοίς άνευ
διακρίσεως φυλής και θρησκεύµατος, ασφάλειαν ζωής, τιµής και ̟εριουσίας.» 3
Προκειµένου µάλιστα να προστατευθεί ο µουσουλµανικός πληθυσµός της πόλης
διοργανώθηκαν από την ελληνική φρουρά περίπολα διατήρησης της τάξης και
τοποθετήθηκαν σκοπιές έξω από τις οικίες των τούρκων. Η διακήρυξη αυτή είναι
αξιοµνηµόνευτη όχι µόνο διότι εκφράζει τις ειρηνικές διαθέσεις των ελληνικών
δυνάµεων, αλλά και διότι προαναγγέλλει τη γενικότερη στάση σεβασµού, που,
προς τιµήν τους, επέδειξαν οι χριστιανοί Χιώτες έναντι των µουσουλµάνων
συντοπιτών τους. ∆ιότι αξίζει να υπογραµµίσουµε ότι φαινόµενα αντεκδίκησης,
µίσους, αντιποίνων και βιαιοπραγίας σε βάρος αµάχων δεν σηµειώθηκαν, γεγονός
που αφενός µεν αποκαλύπτει τη µεγαλοθυµία της χριστιανικής κοινότητας,
αφετέρου δε αποδεικνύει ότι στο νησί επικρατούσαν συνθήκες αρµονικής
συµβίωσης και καλής γειτονίας ανάµεσα στις διάφορες εθνικές και θρησκευτικές
κοινότητες πριν την απελευθέρωση. Γίνεται, εποµένως, κατανοητό το γιατί χωρίς
πολλές επιφυλάξεις, οι αντιπρόσωποι των Καθολικών, των Εβραίων και των
Μουσουλµάνων έσπευσαν να ανταποκριθούν θετικά στο ελληνικό αίτηµα και να
δηλώσουν την υποταγή τους στη νέα διοίκηση. Έτσι, µετά από 346 χρόνια η Χίος
αποτίναζε την Οθωµανική κυριαρχία (κατελήφθη το 1566 από τους Τούρκους που
διαδέχθηκαν τους Γενουάτες) και για πρώτη φορά στην ιστορία της είδε τη
γαλανόλευκη να κυµατίζει στα χώµατά της, εν µέσω έξαλλων πανηγυρισµών εκ
µέρους του χιακού λαού.
Η κατάληψη όµως της πρωτεύουσας δεν ισοδυναµούσε µε κατάληψη της
νήσου. Ο τουρκικός στρατός είχε υποχωρήσει προς το εσωτερικό και
αναδιπλώθηκε καταλαµβάνοντας οχυρές θέσεις στις Καρυές, στο Αίπος, στους
Αγίου Πατέρες και στο Πιτυός. Εκεί ακριβώς δόθηκαν και οι σκληρότερες µάχες.
Μάχες αιµατηρές, άλλοτε σώµα µε σώµα κι άλλοτε υπό τον ορυµαγδό των
βολών του πυροβολικού, προκειµένου να καµφθεί η τουρκική αντίσταση, η
τροφοδοτούµενη και από τις ψευδείς ειδήσεις περί ενδόξων νικών και θριάµβων 4
του τουρκικού στρατού στη Μακεδονία και στην Ήπειρο –ειδήσεις που έφταναν
στους άνδρες του Ζιχνύ µε οπτικό τηλέγραφο από τα απέναντι παράλια της
Μικράς Ασίας. Οι νεκροί και οι τραυµατίες πολλοί και από τις δυο µεριές –
λιγότεροι οι Έλληνες και περισσότεροι οι Τούρκοι. Στην πιο φονική απ’ όλες, τη
µάχη του Αίπους, πέφτουν ο Λάκωνας ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος και ο
Κρητικός επιλοχίας, µαθητής της Σχολής ∆οκίµων, Ιωάννης Παστρικάκης,
αξιωµατικοί αυτοί και για τούτο συµβολοποιηµένοι εκπρόσωποι όλων των απλών
στρατιωτών που έδωσαν τη ζωή τους για τη Χίο. Στη διάρκεια εκείνων των 41
ηµερών που µεσολάβησαν από την απόβαση της 11
ης
Νοεµβρίου µέχρι την τελική
παράδοση των τουρκικών δυνάµεων στις 21 ∆εκεµβρίου του 1912, το τίµηµα σε
ανθρώπινες ζωές δεν ήταν αµελητέο. ∆ύο νεκροί στη Λευκωνιά κατά την
αποβίβαση, έξι στην πρώτη µάχη των Καρυών, επτά στη συνέχεια, άλλοι έξι στο
Αίπος κατά την αρχική επίθεση, και µερικοί ακόµη στις µάχες που ακολούθησαν
εκεί και στα βορειόχωρα. Εκατοντάδες ήταν οι τραυµατίες. Πολλαπλάσιες
υπήρξαν οι απώλειες των τούρκων, παρόλο που αριθµητικά τα δυο στρατόπεδα
ήταν ισάξια. ∆υόµισι χιλιάδες άνδρες και µικρό αριθµό πυροβόλων είχαν οι
Έλληνες (ίσος αριθµός εθελοντών που στάλθηκε αργότερα ουσιαστικά δεν
συµµετείχε στις επιχειρήσεις, διότι ήταν ανεκπαίδευτοι και χωρίς πειθαρχία
άνδρες), άλλους τόσους και ανάλογο οπλισµό διέθετε υπό τις διαταγές του και ο
Ζιχνύ Μπέης. Όµως ως γνωστόν στην πολεµική ιστορία των Ελλήνων οι αριθµοί
σπανίως κάνουν τη διαφορά. ∆ιότι εκείνο που συνήθως έκρινε την έκβαση των
πολέµων ήταν η ευψυχία και η γενναιότητα των µαχητών, σε συνδυασµό µε την
επιχειρησιακή τους δεινότητα και στρατηγική. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση
της Χίου: τα ελληνικά στρατιωτικά τµήµατα –συντεταγµένα και ντόπια
εθελοντικά– επέδειξαν φρόνηµα αυτοθυσίας και ηρωισµού, αντοχή στις κακουχίες
και αποφασιστικότητα έναντι του εχθρού, χωρίς εντούτοις να απολέσουν την
ανθρωπιά τους. Κανένα περιστατικό βάναυσης ή εκδικητικής συµπεριφοράς σε 5
βάρος τούρκων αµάχων ή αιχµαλώτων δεν καταγράφεται από τους ιστορικούς,
γεγονός που µαρτυρεί την ευγένεια και µακροθυµία των ελλήνων µαχητών. Είναι
άλλωστε ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Ζιχνύ Μπέης αναγνώρισε και επαίνεσε την
ελληνική ανδρεία. Αιχµάλωτος πολέµου πια και κρατούµενος στο Αργοστόλι της
Κεφαλονιάς, γράφει τον Σεπτέµβριο του 1913 προς τον ήρωα του Βελεστίνου, τον
µαχητή της Ελασσόνας και του Σαραντάπορου, τον πορθητή των Ιωαννίνων και
ελευθερωτή της Χίου Νικόλαο ∆ελαγραµµάτικα για να τον συγχαρεί που
προβιβάστηκε στο βαθµό του Υποστρατήγου. Στην επιστολή του µεταξύ άλλων
αναφέρει και τα εξής: «Κατά τη διάρκεια των µαχών εν Χίω εχθρός σας, αλλ’ ήδη
εγκάρδιος υµών φίλος σάς συγχαίρω ενθυµούµενος και εκτιµών την ανδρείαν σας και την
στρατιωτικήν σας ικανότητα». Στο πρόσωπο του αρχηγού διαδηλώνεται η εκτίµηση
και ο σεβασµός του εχθρού προς τα ελληνικά όπλα.
Μιλώντας για γενναιότητα και φρόνηµα ηρωικό δεν µπορώ να µην
αναφερθώ από το βήµα αυτό και στη δράση των χιωτών που συµµετείχαν στα
εθελοντικά σώµατα, τα οποία δηµιουργήθηκαν εν όψει της ελληνικής κατάληψης
της νήσου. Και τούτο διότι κυρίαρχο ρόλο στην υπόθεση αυτή διαδραµάτισαν τα
Καρδάµυλα. Εδώ για πρώτη φορά εκδηλώθηκε στη Χίο η διάθεση για
σχηµατισµό σώµατος ενόπλων µε σκοπό την εξέγερση για την αυτοδιάθεση του
νησιού. Ήδη από τις αρχές του 1912 είχαν γίνει µυστικές συνεννοήσεις ανάµεσα
στους κατοίκους του χωριού, µε αποτέλεσµα να συγκροτηθεί εθελοντικό σώµα
αποτελούµενο από 100 περίπου τολµηρούς νέους και µε επικεφαλής τον ιατρό
Ηλία Ασπιώτη, τον δικηγόρο Μιχαήλ Ζολώτα και τον δάσκαλο Παναγιώτη
Αντωνόπουλο. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να προετοιµάσει την επαναστατική
δράση σε περίπτωση που η Ιταλία θα επιχειρούσε να καταλάβει τη Χίο, στο
πλαίσιο του Ιταλοτουρκικού πολέµου, που µαινόταν από τα τέλη Σεπτεµβρίου του
1911. Αντιπρόσωποι του σώµατος αυτού, ενθαρρυµένοι από την υποστήριξη που 6
έδειχνε στην προσπάθειά τους ο χιώτης ευπατρίδης Εµµανουήλ Μπενάκης,
επισκέφθηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Αθήνα για να του εκθέσουν τα σχέδια
και τις προθέσεις των «εθελοντών Καρδαµυλιωτών» για ανεξαρτησία. Αρχικά ο
πρωθυπουργός ήταν θετικός, όµως η συµφωνία µε τη Βουλγαρία άλλαξε τους
συσχετισµούς στα Βαλκάνια και την πολιτική στάση της Ελλάδας και έτσι ο
Βενιζέλος τους ανακοίνωσε µε νόηµα ότι από µέρους τους «[…]δεν είναι ανάγκη να
γίνει τί̟οτε, διότι η Ελλάς θα ζητήσει τα δικαιώµατά της δι̟λωµατικώς και κατ’ άλλον
τρό̟ον.» Εντούτοις οι εθελοντές παρέµεναν σε εγρήγορση και αµέσως µόλις
µαθεύτηκε ο κατάπλους του ελληνικού στόλου στο νησί, τα Καρδάµυλα
ξεσηκώθηκαν. Το πρωί της 11
ης
Νοεµβρίου και πριν ακόµη την αποβίβαση των
πεζοναυτών στο Κοντάρι, οι ένοπλοι Καρδαµυλίτες συνέλαβαν τους τούρκους
χωροφύλακες-ζαπιέδες που έδρευαν στο χωριό και κατέλυσαν τις τουρκικές αρχές.
Κατέλαβαν το Κονάκι και ύψωσαν την ελληνική σηµαία –πρώτοι αυτοί σε
ολόκληρη τη Χίο. Τα Καρδάµυλα, συνε̟πώς, έγιναν η ̟πρώτη ελεύθερη ̟περιοχή
του νησιού. Κι όταν λίγες µέρες αργότερα ο τούρκικος στρατός επιχείρησε να
ανακαταλάβει την κωµόπολη, συνάντησε σθεναρή αντίσταση στο ύψωµα της Γριάς
από τους περίπου 200 εθελοντές υπό την αρχηγεία του Μιχάλη Σπεθογιάννη,
αναγκαζόµενος τελικώς να τραπεί σε άτακτη φυγή.
Εθελοντές µαχητές δεν υπήρχαν µονάχα στα Καρδάµυλα. Εκεί όµως ήταν
οι πιο οργανωµένοι, και η ύπαρξή τους σίγουρα λειτούργησε σαν µαγιά για τη
δηµιουργία και άλλων τέτοιων σωµάτων. Μετά τα µέσα του Νοεµβρίου έφτασαν
στα βορειόχωρα οι απεσταλµένοι της διοίκησης του ελληνικού εκστρατευτικού
σώµατος Σταρίδης και Αντωνόπουλος µε σκοπό να οργανώσουν οµάδες ενόπλων
εθελοντών µε έργο τον ανταρτοπόλεµο. Πρώτα έφτασαν στα Καρδάµυλα, όπου
διαπίστωσαν ότι δεν είχαν πολλή δουλειά να κάνουν, αφού οι εθελοντές ήταν ήδη
οργανωµένοι και αποτελεσµατικοί. Έτσι πήραν µαζί τους τούς 25 µικρασιάτες 7
νέους από τα Βουρλά που εκδήλωσαν την επιθυµία να καταταχθούν και συνέχισαν
για τις Αµάδες και τα Καµπιά, όπου συγκρότησαν µικρές φρουρές αποτελούµενες
από 30 και 20 νέους αντίστοιχα. Αυτοί µαζί µε τους 18 εθελοντές από τη Συκιάδα,
τους 147 εθελοντές από τη Βολισσό και τους 100 νέους από την πόλη, οι οποίοι
κατατάχθηκαν µετά από προτροπή του Μητροπολίτη Ιερώνυµου µε σκοπό να
αγωνιστούν στο Λιθί και στα νοτιόχωρα, συνθέτουν τον καµβά του ένοπλου
εθελοντικού αγώνα των χιωτών για την ελευθερία τους. ∆εν ήταν πολλοί, αλλά
ήταν γενναίοι και αξιόµαχοι. Συστρατεύθηκαν και πλαισίωσαν µε ζήλο τις
επιχειρήσεις έναντι των τούρκων, παρέχοντας εκτός των άλλων και πολύτιµη
πληροφόρηση αναφορικά µε τις ιδιαιτερότητες του εδάφους και τους τρόπους
προσβολής των θέσεων του εχθρού. Με την αυταπάρνηση και την ανδρεία τους
διέσωσαν την τιµή του χιακού λαού και διέρρηξαν τα χάλκινα δεσµά του φόβου,
της παθητικότητας και του ραγιαδισµού που απετέλεσαν µόνιµη τροχοπέδη καθ’
όλη τη διάρκεια της ιστορικής του διαδροµής. Η παρουσία τους υπήρξε άγγελµα
ελπίδας. ∆ιότι µέσω αυτών φάνηκε ότι τη στιγµή της κρίσης ακόµη κι ένας λαός
παροιµιωδώς απόλεµος και φιλειρηνικός, εφησυχασµένος και απαρασκεύαστος
είναι σε θέση να αφυπνιστεί και να περάσει σε δράση καίρια και απελευθερωτική.
Σήµερα, έναν αιώνα µετά τα γεγονότα, η πατρίδα βρίσκεται πάλι σε µια
κρίσιµη καµπή της νεώτερης ιστορίας της. Η εθνική κυριαρχία τίθεται υπό
αµφισβήτηση, η οικονοµία είναι υπό κατάρρευση και η κοινωνία υπό διάλυση. Η
πρωτόγνωρη οικονοµική και ανθρωπιστική κρίση που βιώνουµε αποδιοργανώνει
τον διοικητικό µηχανισµό, διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό και απειλεί ακόµη και
την ίδια την εθνική υπόσταση, την εδαφική κυριαρχία και την ανεξαρτησία της
χώρας. Κατά τρόπο ακρότατα οδυνηρό έχει γίνει πλέον φανερό πως η κρίση από
την οποία χειµάζεται η κοινωνία µας είναι πρωτίστως κρίση αρχών και αξιών,
κρίση ήθους και κρίση νοήµατος. Είναι καιρός ε̟ιτέλους να ̟άψουµε να 8
αναφερόµαστε στην κρίση µε όρους οικονοµικούς και ν’ αρχίσουµε να την
α̟οτιµούµε και να την αντιµετω̟ίζουµε µε όρους φιλότιµου, δικαιοσύνης και
αξιο̟ρέ̟ειας, δηλαδή µε όρους ̟νευµατικής και ηθικής τάξεως. Ειδάλλως δεν
πρόκειται να βγούµε ποτέ από αυτήν. ∆ιότι δεν είναι η κρίση της ελληνικής
κοινωνίας σηµερινό φαινόµενο, έχει τις ρίζες τις βαθιά στο παρελθόν, συνδέεται µε
µόνιµες καχεξίες και παθογένειες που ταλανίζουν την εθνική µας συλλογικότητα
ήδη από την έναρξη του ελεύθερου και αυτοκέφαλου βίου της. Η παρούσα
οικονοµική δυσπραγία λειτουργεί µονάχα ως ελκυστής, καθώς φέρνει απλώς στην
επιφάνεια και καθιστά πρόδηλη σε όλο της το µεγαλείο την επί µακρόν σοβούσα
κοινωνική και πολιτισµική παρακµή. Γίνεται αυτό αµέσως κατανοητό εάν
παρατηρήσει κανείς και εάν αναλογιστεί τον τρόπο µε τον οποίο τόσο η ηγεσία
(πολιτική, θρησκευτική, πνευµατική), όσο και η πλειοψηφία του λαού αυτού του
τόπου έχουν διαχειριστεί και αντιµετωπίσει µέχρι τώρα την κρίση. Ο φόβος, η
σύγχυση, η εθελοδουλία, η ακηδία, η ανικανότητα και η κάθε λογής ιδιοτέλεια
δίνουν τον γενικό τόνο. Αυτά όµως καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
υποδουλώνουν τις συνειδήσεις και µικραίνουν την πατρίδα. «Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι», προειδοποιεί ο Ανδρέας
Κάλβος στην περίφηµη Ωδή εις Σάµον. «Θέλει αρετήν και τόλµην η ελευθερία. Αυτή
[…] ε̟τέρωσε τον Ίκαρον / και αν έ̟εσεν ο ̟τερωθείς κ' ε̟νίγη θαλασσωµένος / Αφ'
υψηλά όµως έ̟εσε, και α̟έθανεν ελεύθερος.» Τι τίµηµα της ελευθερίας είναι βαρύ,
ενίοτε συντριπτικό, χωρίς όµως αυτήν ο άνθρωπος χάνει την ανθρώπινή του
υπόσταση και περιπίπτει στο επίπεδο του πράγµατος (rerum) –του εµπορεύσιµου
και αργυρώνητου ανδραπόδου. Για να µην ζήσουµε λοιπόν εµείς και τα παιδιά
µας τη χθαµαλή και τρισάθλια ζωή των σκλάβων οφείλουµε να
παραδειγµατιστούµε από τις ένδοξες στιγµές του παρελθόντος. Αυτήν την έννοια
έχουν άλλωστε και οι εορτασµοί των εθνικών επετείων και οι πανηγυρικοί. Μια
τέτοια στιγµή ήταν και η απελευθέρωση της Χίου έναν αιώνα πριν. Από αυτές θα
αντλήσουµε έµπνευση, θα δανειστούµε αξιολογικούς κώδικες και θα µιµηθούµε
συµπεριφορές προκειµένου να πυροδοτηθούν ευρείες διαδικασίες που θα
οδηγήσουν αργά αλλά σταθερά στη ριζική ε̟παναξίωση όλων των αξιών της
ελληνικής κοινωνίας. Στον ριζικό, δηλονότι, επαναπροσδιορισµό του κοινού µας
βίου σε όλα τα επίπεδα. Το υπαγορεύει αυτό η αίσθηση του φιλότιµου έναντι των
ευκλεών προγόνων –να σταθούµε αντάξιοι και επαρκείς µπροστά στους γενναίους
νεκρούς. Το προστάζει το ανεξίτηλο στον άνθρωπο αίτηµα για αξιοπρέπεια,
δικαιοσύνη και ελευθερία. Μα πάνω απ’ όλα το υπαγορεύει το χρέος απέναντι στο
µέλλον, απέναντι στις γενιές που έρχονται και που θα µας δικάσουν.
Κατηγορία:
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1684 εμφανίσεις