«Είναι η γιορτή της μητέρας, μαμά!»
Χωρίς Τίτλο…Ευγενίας
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Ήταν, σαν και σήμερα, η Γιορτή της Μητέρας. Τα παιδιά μου ενημερωμένα προφανώς από το σχολείο, μέσα σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα που δημιούργησαν, μου ευχήθηκαν «χρόνια πολλά!». Είχαν παρασύρει μαζί και τον μπαμπά τους κι έτσι όλοι μαζί περάσαμε ένα όμορφο κυριακάτικο πρωινό.
Σε λίγο είχαν εξαφανιστεί όλοι –τα παιδιά για παιχνίδι στη γειτονιά, είχαμε ακόμα γειτονιά, ο Γιάννης για καφέ με τους φίλους –κι εγώ στο σπίτι, όπως πάντα, να ετοιμάσω το καθιερωμένο κυριακάτικο φαγητό: κρέας με πατάτες στο φούρνο.
Ξαφνικά ένιωσα μια απέραντη νοσταλγία για τη μάνα μου. Ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο να την αγκαλιάσω, να χωθώ κι εγώ μες στην αγκαλιά της, να της πω πόσο πολύ την αγαπώ, να ακούσω να μου το λέει κι εκείνη.
Δεν είχε όμως τηλέφωνο σπίτι της!
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου του χρόνου τέτοια μέρα να είμαι στο χωριό, στη μάνα μου, να της πω όλα αυτά που ένιωθα εκείνη τη στιγμή να αναβλύζουν από μέσα μου και να γίνονται κλάμα…
Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου ούτε του χρόνου, ούτε του αντίχρονου, παρά χρόνια αργότερα, όταν πια τα παιδιά είχαν φύγει από το σπίτι και οι Κυριακές ήταν δικές μου.
Της είχα αγοράσει μια μπλούζα, ήξερα πως η μάνα μου δεν ήθελε άλλα δώρα, παρά ρούχα ή παπούτσια, αυτά της έλειπαν όσο μεγάλωνε τα παιδιά της, και είχα φτιάξει στο μυαλό μου ένα σκηνικό.
Θα της δώσω το δώρο, εκείνη θα το ανοίξει, θα της αρέσει, αυτή τη φορά θα της αρέσει, γιατί όλες τις άλλες με έστελνε και της το άλλαζα δυο και τρεις φορές, θα πλησιάσει να με φιλήσει και τότε εγώ θα προλάβω πρώτη να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, να της πω πως είναι η καλύτερη μάνα του κόσμου, πως είμαι τυχερή που την έχω, να της πω όλα αυτά που δεν της είπα τόσα χρόνια…
Κυριακή, μετά την εκκλησία, στην κατσαρόλα έβραζε ήδη το κοκκινιστό –η μαμά πάντα προετοίμαζε το φαγητό και το έβαζε να σιγοβράζει πριν πάει στην εκκλησία –και ο μπαμπάς έλειπε στο καφενείο, έκρινα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή…
Άπλωσα το πακέτο με το δώρο και της είπα «χρόνια πολλά», μα εκείνη αντί να το ανοίξει όπως έκανε πάντα, με ρώτησε παραξενεμένη: «τι γιορτή είναι!»
«Είναι η γιορτή της μητέρας, μαμά!»
Κι εκείνη ακόμα πιο παραξενεμένη
«Ποιας μητέρας;»
Δεν πήγε τίποτα όπως το σχεδίαζα. Σε λίγο ήρθαν τα εγγόνια της από πάνω, άλλος ήθελε γάλα, άλλος να κατουρήσει, ήρθε και μια γειτόνισσα που κάτι ήθελε, έφτασε κι ο πατέρας μου από το καφενείο με μια σοκολάτα για μένα…
«Να τη δώσεις στη μαμά. Που γέρασε και μια σοκολάτα δεν της πήρες ποτέ, που είναι η γιορτή της σήμερα και δεν τη θυμήθηκε κανείς, ούτε κι εκείνη…»
Ήμουνα μάλλον απότομη, μα ο πατέρας μου, που σπάνια έπαιρνε «φωτιά», συνέχισε στο δικό του πράο ύφος.
«Ναι, κάτι είπανε στο καφενείο πως είναι η γιορτή της μητέρας. Ποιας μητέρας;»
…….
Αυτές τις ημέρες συμπληρώθηκαν δεκατρία χρόνια που έφυγε η μητέρα μου. Δεν της είπα ποτέ όλα εκείνα που ήθελα να της πω γιατί πάντα κάτι μας διέκοπτε. Δεν της είπε ποτέ πόσο πολύ την αγαπώ, γιατί ποτέ δεν έβρισκα την κατάλληλη ώρα.
Ελπίζω να το είχε καταλάβει….
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 7240 εμφανίσεις
Σχόλια
ΤΙ ΤΡΥΦΕΡΟ!!!!