Εξήντα βαριά, βαριά να τ’ αφήσω;
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Έγινα εξήντα και δεν το κατάλαβα. Δε μου φαίνεται κιόλας, ξεγελιόμουν και με εκείνα τα «είσαι ό,τι φαίνεσαι», «είσαι όσο νιώθεις»…
Και φαίνομαι και νιώθω, δεν το συζητώ.
Στα πενήντα τέσσερα μου κάνανε γενέθλια τα καμάρια μου. Είχαμε βγει για φαγητό σε ένα μαγαζί με ωραία μουσική και ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή έρχεται ο σερβιτόρος και ρωτά:
Για ποιαν κυρία είναι τα σαράντα πέντε κεράκια;
Εγώ που δεν είχα ιδέα τον κοίταζα σαν χαζή, όταν ακούω τα σπλάχνα μου με ένα στόμα να λένε δείχνοντας εμένα. Για την κυρία από ‘δω. Και δεν είναι σαράντα πέντε, είναι πενήντα τέσσερα.
Ήταν από εκείνα τα κεριά με το σχήμα των αριθμών και μπερδεύτηκε ο άνθρωπος.
Ήταν ωραίο δώρο ομολογώ και το χάρηκα όπως και πολλά άλλα ομοειδή, γιατί, είπαμε, μικροδείχνω.
Έλα όμως που οι καταστάσεις, άλλα ορίζουν...
Είπα να ψάξω για δουλειά όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη τσέπη μου. Το ξέρω, τη σήμερον ημέρα είναι ευκολότερο να περάσει η κάμηλος από την τρύπα μιας βελόνας παρά να βρεις δουλειά, μα εν πάσει περιπτώσει πρέπει να βρεις γιατί η τιμή των αχλαδιών πήγε στα ύψη και δεν ξέρεις αν η αχλάδα έχει μπροστά ή πίσω την ουρά.
Αφού εξαντλώ τα συνήθη μέσα, εφημερίδες και άλλα πρωτόγονα, καταφεύγω στο διαδίκτυο όπου με περιμένουν εκατοντάδες αγγελίες στα Ζητούνται.
Η πρώτη αγγελία όπου έπεσα ζητούσε Αλχημιστή. Δηλαδή αεριτζή, σκέφτηκα, καθότι τα προσόντα του είδους δεν ορίζονται εγγράφως. Τα άλλα, τα άγραφα ένιωθα ότι τα είχα, άρα και τη δουλειά στο τσεπάκι. Πάτησα το περιεχόμενο και έπεσα πάνω σε τίτλο βιβλίου του Ανδρουλάκη.
Δεν πτοήθηκα, αλίμονο. Παρακάτω με περίμεναν σωρηδόν οι δουλειές από το σπίτι, μέσω ιντερνέτ. Εδώ είμαστε. Ούτε σήκω πρωί, ούτε τι θα βάλω αύριο, ούτε βρέχει και πρέπει να πάρω ταξί. Το καλύτερό μου. Και με καλά λεφτά, λέει
Έπαιρνα τηλέφωνο με τη σιγουριά του ανθρώπου που την επικοινωνία την παίζει στα δάκτυλα. Μια χαρά τα πήγαινα μέχρι τη στιγμή που με ρωτούσαν την ηλικία μου. Δεν προλάβαινα να πω το εξήντα κι έτρωγα το τηλέφωνο στη μούρη.
Μετά από δεκάδες αποτυχημένες απόπειρες που βεβαίως μου είχαν κάπως κλονίσει το ηθικό αλλά κρατιόμουνα, είπα να το πάρω αλλιώς. Να μην ψάχνω παντού ανεξέλεγκτα, αλλά να στοχεύσω σε συγκεκριμένες κατηγορίες όπου να ζητούν και εξηντάρες. Δε μπορεί, θα υπάρχουν και αυτές οι δουλειές. Οικιακοί βοηθοί ας πούμε. Αμ έπος, αμ έργον. Πάταω κουμπί και να την η λίστα. Αχ αυτή τεχνολογία, κάνει θαύματα.
Εδώ δε χρειάστηκε να κάνω πολλά τηλέφωνα. Οι περισσότερες αγγελίες είχανε και ηλικία στα ζητούμενα. Σαρανταπεντάρες το πολύ. Μια, δυο το πήγανε μέχρι πενήντα, αλλά μέχρις εκεί. Πήρα αυτές που δεν έγραφαν ηλικία.
Ξέρετε να μαγειρεύετε; Μαμαλάκης! Με τις σούπες μου θράφηκαν γενιές και γενιές, αν πεις για το παστίτσιο, και το φρικασέ; Ή για τα γεμιστά και τις πίτες; Από γλυκά ξέρετε; Παρλιάρος! Από μηλόπιτα μέχρι παγωτό, κι από μπακλαβά μέχρι τσις κέικ. Από ράψιμο πως τα πάτε; Κοκό Σανέλ! Κουμπότρυπα ψιλοβελονιά, κρυφό φερμουάρ, καρίκωμα κέντημα, κάτι άλλο;
Σίδερο; Ειδικότης μου. Θέλεις τσάκιση; Ξυράφι. Δε θέλεις; Θα ξεχάσεις αυτή που ήξερες; Κι από ταχύτητα; Μια ελληνική ταινία, δύο πλυντήρια.
Από καθαριότητα; Εδώ πια έχω διδακτορικό. Να βλέπεις τη μούρη σου στα πλακάκια. Να λαμποκοπούν τα ρουμπινέτα. Να τρίζουν τα πιάτα και ο νεροχύτης. Να ανοίγεις τις ντουλάπες σου και να μυρίζουν λεβάντα.
Τρελάθηκε η κυρία που βρήκε το κελεπούρι, έτσι με έκανε να νιώσω, μέχρι τη στιγμή που με ρώτησε πόσων χρόνων είμαι. Εδώ κόμπιασα λίγο, τι να το κρύψω, μα λέω με τόσα προσόντα στην ηλικία θα κολλήσει; Το πέταξα. Και έμεινα με το ακουστικό στο χέρι. Μια και δυο και πέντε φορές ακόμα.
Δίνω μια και σβήνω τις αγγελίες για εργασία, αλλά δεν ξέρω πως, βρέθηκα στις αγγελίες γνωριμιών και από εκεί στα συνοικέσια. Τώρα ξέρω τι σκέπτεστε αλλά το παρακάμπτω.
Πατάω που λέτε περιεχόμενα και τι να δω. Ηλικίες σαν τα κρύα νερά αντί να βγαίνουν στη ζωή να βρουν το άλλο τους μισό βάζουν αγγελία. Νέος 25 ετών, άστον αυτόν, πάμε για την κλάση μας. Πάμπλουτος εξηνταπέντε χρονών, ζητά κυρία μέχρι πενήντα. Εντάξει πάμπλουτος είναι μπορεί και τριαντάρα άμα θέλει. Συνταξιούχος δημοσίου εξήντα δυο χρονών ζητά κυρία μέχρι πενήντα δύο. Απόστρατος αξιωματικός εξήντα οκτώ χρονών ζητά κυρία μέχρι πενήντα πέντε. Εφοπλιστής εβδομήντα χρονών ζητά κυρία μέχρι πενήντα οκτώ. Επιχειρηματίας εβδομήντα πέντε χρονών ζητά κυρία μέχρι πενήντα οκτώ…
Ε, όχι ρε παιδιά, δεν παίζω! Με τον ογδοντάρη; Και πούντος δηλαδή; Πάνω από εβδομήντα οκτώ δεν υπήρχε ψυχή...
Από την οθόνη του κομπιούτερ πετάχτηκε η κατάθλιψη και απειλούσε να εισέλθει στο σπίτι. Πάντα τέτοια μου κάνει. Πότε ξεπετιέται από την τηλεόραση, πότε από το τηλέφωνο, πότε από το κομπιούτερ, πότε από τον κυρ Μήτσο το χασάπη που κοντεύει να ξεχάσει πως κόβουν το φιλέτο. Όχι αγάπη μου!
Βάζω αθλητική περιβολή και παίρνω τους δρόμους.
Ανταμώνω με άλλη ομοιοπαθή μερικά χρόνια πιο μικρή από εμένα. Άντε της λέω, έχεις ακόμα περιθώρια. Βγήκες από την πεντηκονταετία; Την έκατσες τη βάρκα. Της έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου εκείνη τη στιγμή μα χαμπάρι δεν έπαιρνε. Δεν παραξενεύτηκα. Σάμπως καταλάβαινα εγώ. Νόμιζα πως οι ηλικίες είναι για το ληξιαρχείο, άντε και για το γιατρό.
Κάναμε μια στάση σε ένα καφέ έτσι όπως ήμασταν με τι φόρμες και άρχισα την κατήχηση διηγούμενη τα πράγματα όπως τα έζησα. Πέτυχα διάνα. Για μια ακόμα φορά το παράδειγμα νίκησε χίλιες θεωρίες. Βγήκαμε από το καφέ κι ούτε συνεννοημένες να ‘μασταν, κοντοσταθήκαμε έξω από ένα προποτζίδικο, κι αφού κοιταχτήκαμε ελαφρώς εισβάλαμε.
Έτσι από τούδε και στο εξής και μέχρι να βρούμε καινούρια όπλα κατά της κατάθλιψης θα βλέπετε συχνά –πυκνά σε κάποιο κατάστημα τυχερών παιχνιδιών δυο γηραιές κυρίες να ερεθίζουνε την τύχη τους.
Για την ελπίδα βεβαίως, αλλά κυρίως για την αναμονή.
Το λέει και ο ψυχίατρος.
Πρέπει πάντα να ‘χεις κάτι καλό να περιμένεις…
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2236 εμφανίσεις